обеспечивать - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

обеспечивать - translation to γαλλικά


обеспечивать      
см. обеспечить
обеспечивать охранение      
procurer la sûreté
обеспечивать фланг      
flanquer, assurer le flanc

Ορισμός

обеспечивать
несов. перех.
1) а) Снабжать чем-л. в достаточном количестве, полностью удовлетворять какие-л. потребности.
б) Предоставлять кому-л. достаточные материальные средства к жизни.
2) а) перен. Делать надежным осуществление чего-л.
б) Гарантировать надежность, прочность чего-л.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για обеспечивать
1. Продолжаем обеспечивать ветеранов спецавтотранспортом.
2. Журналисты должны обеспечивать народ информацией.
3. И обеспечивать вас будет только ваш ребенок, а родите двух - будут обеспечивать двое", - констатирует Кричевский.
4. И обязательно обеспечивать социальную справедливость.
5. А дело "Мосэнерго" - обеспечивать электричеством.